πυρήν

πυρήν
πῡρήν, ῆνος, ,
A stone of stone-fruit, as of the olive, Hdt.2.92, Thphr.CP5.18.4, etc.; of the pomegranate, Hp.Aff.54, Thphr.HP 1.11.6; of the medlar, ib.3.12.5; of the date, Arist.Mete.342a10, Thphr.CP1.19.2 (where ἐλάας is prob. cj. for ἰτέας); of the elder, Hp.Mul.2.133; of the myrtle and grape, Arist.Pr.925b26; of the wild cherry, Hdt.4.23.
2 an edible nut, the kernel of

κῶνος 1.2

, Mnesith. ap. Ath.2.57b
, IG22.1013.21.
II hard bone of fishes, implied by

ἀπύρηνος Archestr.Fr.8.9

.
III grain of frankincense, Hp. ap. Gal.19.134.
b an unknown aromatic, PMag.Par.1.2874, al.
c = ὀξυάκανθα, Dsc.1.93.
IV round head of a probe, Gal.UP15.7.
2 = ὀδούς 111, Id.2.462.
V name of a gem, Plin.HN37.188; as a votive offering, IG7.3498.17 ([place name] Oropus).
VI growth under the chin of an animal, Str.4.6.10. (Sts. misspelt πυρρ- in codd.; the quantity of υ is inferred from ἀπῡρηνος Archestr.l.c. and Lat. apȳr[icaron]nus.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πυρήν — πυρή funeral pyre fem acc sg (epic ionic) πυρήν stone masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρῆνα — πυρήν stone masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρῆνας — πυρήν stone masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρῆνες — πυρήν stone masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρῆνι — πυρήν stone masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρῆνος — πυρήν stone masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρήνων — πυρήν stone masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρηνικός — ή, ό, Ν [πυρήνας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πυρήνα τού ατόμου 2. φρ. α) «πυρηνικά καύσιμα» (πυρην.) υλικά καταλλήλως διαμορφωμένα, με τα οποία τροφοδοτούνται οι πυρηνικοί αντιδραστήρες για την παραγωγή πυρηνικής ενέργειας και τών… …   Dictionary of Greek

  • πυρήνας — Δομικό συστατικό, που σε κάθε κύτταρο, ζωικό ή φυτικό, διαδραματίζει βασικό ρόλο στη σύνθεση των ειδικών πρωτεϊνών και στις διεργασίες αναπαραγωγής. Συνήθως πρόκειται για ένα σφαιρικό στοιχείο που, οροθετούμενο από μια δική του μεμβράνη,… …   Dictionary of Greek

  • πυρά — (I) η, ΝΜΑ, και επικ. και ιων. τ. πυρή, ής, Α 1. ο τόπος όπου ανάβεται φωτιά, εστία 2. η φωτιά που παράγεται από την καύση συσσωρευμένων ξύλων ή άλλων υλικών («μη φυσάς, κοπέλι, στην πυρά, να σού κάψει θέλει τα φτερά», Βιζυην.) 3. μτφ. η ερωτική… …   Dictionary of Greek

  • Хроматофоры — (носители окраски) этим именем можно назвать все окрашенные тела, заключающиеся в клетках растений, но специально им называются таковые, заключающиеся в клетках водорослей (см.), в отличие от хлорофилльных зерен (см.) и хромопластов (см.),… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”